περικνημίδα

περικνημίδα
Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία.
* * *
η / περικνημίς, -ίδος, ΝΜΑ
(νεολλ.)
1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα
2. καλτσοδέτα
3. φρ. «παράσημο(ν) τής περικνημίδος»
(στην Αγγλία) το αρχαιότερο και ανώτατο τιμητικό παράσημο ιπποτικού τάγματος που απονέμεται σε μέλη τών ξένων βασιλικών οίκων και σε είκοσι τέσσερα μέλη τής ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας και το οποίο ιδρύθηκε από τον Εδουάρδο Γ'
μσν.-αρχ.
το περικνήμιο, η γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. προ-κνημίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περικνημίδα — η περίβλημα της κνήμης, κάλτσα, τσουράπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλτσα — η (Μ κάλτσα) πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος τού ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο νεοελλ. 1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων 2. είδος πλέξης 3. φρ. «διαβόλου κάλτσα» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • γαμπιέρα — η τμήμα τής πανοπλίας που σκεπάζει τις γάμπες, περικνημίδα …   Dictionary of Greek

  • γκέτα — η 1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα τής κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι 2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) τού ποδιού και τού κάτω μέρους τής κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το… …   Dictionary of Greek

  • καλτσόνι — και σκαρτσούνι, τὸ (Μ) κάλτσα, περικνημίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδιον — τὸ, Α [περικνημίς] μικρή περικνημίδα …   Dictionary of Greek

  • σκελόδεσμον — τὸ, Α περισκελίδα, περικνημίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • κνημίδα — Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”